λεπρῷ

λεπρῷ
λεπράω
have
pres opt act 3rd sg
λεπρός
scaly
masc/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπρώ — (Α λεπρῶ, άω και όω) [λέπρα] 1. προσβάλλομαι από λέπρα ή πάσχω από αυτήν 2. (συν. στη μέσ.) λεπροῡμαι, όομαι γίνομαι λεπρός αρχ. γίνομαι λεπιδωτός ή τραχύς («λεπρὰν τὴν κύστιν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • λεπρῶι — λεπρῷ , λεπράω have pres opt act 3rd sg λεπρῷ , λεπρός scaly masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπρούμαι — (Α λεπροῡμαι, όομαι) βλ. λεπρώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”